- φθίνασμα
- -άσματος, τὸ, Α(ποιητ. τ.)1. ελάττωση2. εξαφάνιση3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου»(στην ποίηση) η δύση τού ηλίου (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- τού ρ. φθίνω*, κατά τα ουδ. σε -ασμα (πρβλ. ἁγί-ασμα, χόρτ-ασμα)].
Dictionary of Greek. 2013.